ξαστερώνω

ξαστερώνω
και ξεστερώνω [ξάστερος]
1. (για τον ουρανό) γίνομαι αίθριος και έναστρος, αιθριάζω
2. γίνομαι διαυγής, ξάστερος, καθαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξαστερώνω — ξαστερώνω, ξαστέρωσα, ξαστερωμένος βλ. πίν. 3 (και ως απρόσ. ξαστερώνει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξαστερώνω — ξαστέρωσα 1. αμτβ., για ουρανό, ξανοίγω, γίνομαι καθαρός, αίθριος. 2. μτφ., γίνομαι καθαρός, διαυγής: Ξαστέρωσε το κρασί, το νερό, το λάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιθριάζω — (Α αἰθριάζω) νεοελλ. (για τον ουρανό και τον καιρό) γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω αρχ. 1. κάνω τον ουρανό αίθριο, ξάστερο 2. βρίσκομαι στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρία. ΠΑΡ νεοελλ. αιθρίαση, αιθρίασμα] …   Dictionary of Greek

  • απαμαυρώ — ἀπαμαυρῶ ( όω) (Α) 1. αφαιρώ το σκοτάδι, ξαστερώνω 2. κάνω κάτι μαύρο …   Dictionary of Greek

  • κατασταλάζω — (Μ κατασταλάζω) νεοελλ. 1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα 2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω 3. καταλήγω («χωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.) μσν. πέφτω κατά σταγόνες …   Dictionary of Greek

  • ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… …   Dictionary of Greek

  • ξαστέρωμα — το [ξαστερώνω] ξαστεριά …   Dictionary of Greek

  • αιθριάζω — αιθρίασα, ξαστερώνω, ξανοίγω: Ο καιρός άρχισε να αιθριάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασταλάζω — καταστάλαξα, κατασταλαγμένος 1. καθαρίζω, ξαστερώνω: Καταστάλαξε το λάδι. 2. καταλήγω, καταντώ: Στο τέλος κατασταλάξαμε στην ταβέρνα. 3. κατακαθίζω, πέφτω στον πάτο: Καταστάλαξε ο καφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαστέρωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξαστερώνω, το να γίνει κάτι αίθριο, καθαρό, η διακοπή της κακοκαιρίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”